- αζηλοτύπητος
- -η, -ο (Α ἀζηλοτύπητος, -ον) [ζηλοτυπῶ]αυτός που δεν προκαλεί τη ζήλεια, που δεν τόν ζηλεύουν, ο μη αξιοζήλευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀζηλοτύπητον — ἀζηλοτύπητος not likely to arouse jealousy masc/fem acc sg ἀζηλοτύπητος not likely to arouse jealousy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)